- κρεββάτι
- кревет
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
кровать — ж., диал. коровать, калужск., укр. кроват, блр. краваць, др. русск. кровать (СПИ, Афан. Никит. 16). Из ср. греч. κραββάτι(ο)ν, нов. греч. κρεββάτι, греч. κράββατος (70 толковников); см. Фасмер, Гр. сл. эт. 101 и сл.; Бернекер 1, 625. Брандт (РФВ… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Кровать — в спальной комнате Кровать (от греч … Википедия
кровать — (2) 1. Ложе: Си ночь съ вечера одѣвахуть мя, рече, чръною паполомою на кроваты тисовѣ. 23. [А самъ (Изяслав) подъ чрълеными щиты на кровавѣ травѣ притрепанъ Литовскыми мечи. И с хотию на кровать, и рекъ: Дружину твою, княже, птиць крилы пріодѣ, а … Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"
κρεβάτι — Έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος. Το κ. αποτελείται από ένα μεταλλικό ή ξύλινο πλαίσιο, στηριζόμενο συνήθως σε τέσσερα πόδια, στο οποίο προσαρμόζεται ένα πλέγμα (σούστα) –μεταλλικό κατά κύριο λόγο– που αποτελεί και τη βάση του… … Dictionary of Greek
ράντζο — (I) και ράτζο, το, και ράτζος, ο, Ν πτυσσόμενο, φορητό κρεββάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. rancho]. (II) και ράτζο και ράντσο, το, Ν αγρόκτημα με αγροτική κατοικία στην Αμερική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. rancho «μικρή φάρμα»] … Dictionary of Greek
τρικλίζω — και τρεκλίζω Ν κλονίζομαι κατά το βάδισμα, παραπαίω, παραπατώ («τρικλίζει από το μεθύσι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τρικλίζω < τρεκλίζω με αφομοίωση < τρακλίζω με τροπή τού α σε ε λόγω τού παρακείμενου υγρού (πρβλ. κράββατος > κρεββάτι, ραπάνι > … Dictionary of Greek
crivat — CRIVÁT, crivaturi, s.n. (reg.) Pat. [var.: crevát s.n.] – Din ngr. krev(v)áti. Trimis de IoanSoleriu, 31.07.2004. Sursa: DEX 98 CRIVÁT s. v. pat. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime … Dicționar Român